ἀποδεικτικός

ἀποδεικτικός
ἀποδεικ-τικός, ή, όν,
A affording proof, demonstrative,

ὁ ἀ. συλλογισμός Arist.AP0.74b10

;

ἕξις ἀ. Id.EN1139b31

;

πίστεις ἀ. Id.Rh.1358a1

, etc.: [comp] Comp.

-ώτερος Phlp.in Ph.9.20

: [comp] Sup.

-ώτατος, λόγος Ph.2.499

. Adv.

ἀποδεικτικῶς, ἐπίστασθαι Arist.AP0.75a12

;

εἰρηκέναι Phld.Mus. p.12

K.
2 ἀ. ἱστορία, διήγησις, in which the facts are regularly set forth and explained, Plb.2.37.3, 4.40.1, cf. Plu.2.243a. Adv. -κῶς Sch.Iamb. in Nic.p.129 P.
3 of persons, scientific, exact, Gal.4.649.
4 ἀ., τά, sights, attractions, SIG685.70 (Crete, ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποδεικτικός, -ή, -ό — και χτικός, ή, ό επίρρ. ά χρήσιμος, κατάλληλος για απόδειξη: Δεν έχουμε στα χέρια μας αποδεικτικά στοιχεία γι αυτά που υποστηρίζουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδεικτικός — affording proof masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδεικτικός — ή, ό (AM ἀποδεικτικός, όν) [αποδεικνύω] ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για απόδειξη, αυτός που αποδεικνύει νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αποδεικτικό έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή επιβεβαιώνεται κάτι αρχ. 1. (για ανθρώπους) επιστημονικός, ακριβής 2 …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεικτικά — ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc pl ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc/acc dual ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτερον — ἀποδεικτικός affording proof adverbial comp ἀποδεικτικός affording proof masc acc comp sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικῶν — ἀποδεικτικός affording proof fem gen pl ἀποδεικτικός affording proof masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικόν — ἀποδεικτικός affording proof masc acc sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτατα — ἀποδεικτικός affording proof adverbial superl ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτατον — ἀποδεικτικός affording proof masc acc superl sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικαῖς — ἀποδεικτικός affording proof fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικαί — ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”